- καταγωγή
- η (AM καταγωγή) [κατάγω]η οικογενειακή προέλευση ενός ατόμου, η γενιά (α. «ευτελής καταγωγή» β. «ἔστιν αὕτη ἡ καταγωγή τοῡ γένους τῶν ἱερασαμένων τοῡ Ποσειδῶνος ἐν πίνακι τελείῳ», Πλούτ.)νεοελλ.1. ο τόπος προέλευσης («δεν είναι ελληνικής καταγωγής»)2. βιολ. η αρχική προέλευση ενός γένους, ζωικού ή φυτικούμσν.(για τη μύτη) το τμήμα που εκτείνεται από κάποιο σημείο προς τα κάτω («ἔστι δὲ ῥὶς ἡ ἀπὸ τοῡ μεσοφρύου μέχρι τοῡ χείλους καταγωγή», Θώμ. Μ.)αρχ.1. κατέβασμα, κατάβαση2. προσέγγιση σε λιμάνι, άραγμα («κατὰ θάτερα μέρη τῆς νήσου ποιεῑται τὴν καταγωγήν», Στράβ.)3. λιμάνι όπου καταπλέει κάποιο πλοίο4. κατάλυμα, πανδοχείο5. διαμονή («ἡμεῑς μὲν οὖν καταγωγήν τινα ἐπὶ τῷ λιμένι σκεψάμενοι», Λουκιαν.)6. επάνοδος από εξορία7. επαναφορά («τὴν Ἀριαράθου καταγωγήν ἐπὶ τὴν βασιλείαν», Πολ.)8. τέντωμα9. κοίτη καταρράκτη.
Dictionary of Greek. 2013.